filomeniflogerou
ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ: Δημιουργικές Δυνάμεις Γένους Θηλυκού
Έγινε ενημέρωση: 10 Μαΐ 2022
Της Αναστασίας Κλώνη
Ο μήνας Μάρτιος, με την είσοδο της άνοιξης, φέρνει μηνύματα αισιοδοξίας και χαράς, περιλαμβάνει δε, δυο πολύ σημαντικές διεθνείς ημέρες στο ημερολογιακό έτος. Κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου τιμάται η Γυναίκα και στις 21 Μαρτίου η Ποίηση. Δυο δυνάμεις γένους θηλυκού, όχι τυχαία θα έλεγα, καθώς και οι δυο αναγεννούν τον κόσμο, η καθεμία για το σκοπό που υπάρχει. Μάλιστα η θέσπιση της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης στις 21 Μαρτίου, ημέρα εαρινής ισημερίας, αποτελεί ελληνική πρόταση της ποιήτριας Λύντιας Στεφάνου, γεγονός που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους.
Δύσκολο να ορίσει κανείς τη ποίηση, ο Πλάτων έλεγε πως είναι κάτι ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό. Το ίδιο και η γυναίκα, είναι αερικό, οντότητα με φτερά έτοιμη να πετάξει.
Η ποίηση γραμματολογικά προέρχεται από το ρήμα ποιώ, δηλ. δημιουργώ, γεγονός που σε καθιστά συν-δημιουργό και η γυναίκα καθώς της έχει δοθεί εκ φύσεως η δύναμη της κυοφορίας γίνεται και εκείνη συνδημιουργός, άρα, η Γυναίκα και η Ποίηση είναι δύο αμφίδρομες δημιουργικές δυνάμεις, οι οποίες μας φέρνουν μια νέα οντότητα σχεδόν εκ του μηδενός. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ζήτημα συν-ουσίας, ένας ιδιότυπος διάλογος με σκοπό πάντα να προβάλλουν την ψυχή του ανθρώπου και την ανωτερότητά της, που αποτελεί ύψιστο οντολογικό αγαθό.

Η γυναίκα πάντοτε αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους μεγάλους ποιητές, κληρονομιά σπουδαία προς εμάς τους επιγενόμενους. Γιατί αποτελεί από τη φύση της θέμα ανεξάντλητο, ενδιαφέρον, ελκυστικό και πολυδιάστατο. Ο Ντοστογιέφσκι είχε είπε, ότι: «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», το οποίο γίνεται αντιληπτό ως «η Γυναίκα και η Ποίηση μπορεί να σώσει τον κόσμο», η κάθε μια με τις δικές της ορατές ή αόρατες δυνάμεις. Υπάρχουν άπειροι στίχοι που κατακλύζονται από τρυφερά συναισθήματα και ομορφιά, όπως για παράδειγμα τα αξεπέραστα «16 χαϊκού» του Νομπελίστα Ποιητή Γιώργου Σεφέρη, όπου έγραψε για τη Γυναίκα:
«Γυμνή γυναίκα
το ρόδι που έσπασε
ήταν γεμάτο αστέρια».
«Tα δάχτυλά της
στο θαλασσί μαντήλι
κοίτα: κοράλλια».
Για μια γυναίκα συνέθεσε ο αγαπημένος μας Γιάννης Ρίτσος τη «Σονάτα του σεληνόφωτος». Η γυναίκα παραδίδεται σ’ έναν ατελείωτο μονόλογο όπου επανέρχεται σαν επωδός η ικεσία προς τον νέο: «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου». Το φως του φεγγαριού δημιουργεί ένα κλίμα εξωπραγματικό, που την ωθεί στην αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού της.
Αλλά και ο αγαπημένος Νικηφόρος Βρεττάκος αφιέρωσε στίχους ποιήματός του σε μια γυναίκα, στην αγάπη και στην πίκρα της απουσίας της:
«… Άραγε τί ώρα να ναι δίχως εσένα; Γιατί κι ο χρόνος φεύγει παράξενα δίχως εσένα. Κι ο ήλιος φωτίζει παράξενα. Σε ποιόν να τον δώσω; Περίσσεψε ο ήλιος, αγάπη μου, δίχως εσένα… Κουβεντιάζουμε οι δυο μας μέσα στο άπειρο, αγάπη μου φως μα φως…»
Στις μέρες μας τη ποίηση την έχουμε περισσότερο ανάγκη να μας ανακουφίσει από τα προβλήματα που δηλητηριάζουν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η διασάλευση της ειρήνης και της δικαιοσύνης, οι γυναικοκτονίες, η δύσκολη καθημερινή επιβίωση κάνουν επιτακτική την παρουσία της ποιητικής ως μια μορφή ψυχανάλυσης που δίνει μια σταθερότητα και μια άλλη οπτική στα πράγματα. Και η γυναίκα, από καταβολής κόσμου, σημείο αναφοράς στην εξελικτική μας πορεία, γι’ αυτό δεν θα πρέπει να εορτάζεται μια φορά το χρόνο αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο, διότι ‘’ αν δεν στρίψει το κεφάλι της, δεν κινείται τίποτα’’. Ως κατακλείδα να μοιραστώ, η ίδια ως γυναίκα και ως ποιήτρια, μερικούς στίχους μου, που εκφράζουν θαρρώ την ιδιοσυγκρασία και τη ψυχοσύνθεση της γυναικείας ποιητικής υπόστασης.

Ένα χαϊκού ποίημα με τίτλο Γυναίκα:
« Γυναίκα πίσω
από τζάμι θολό μια
δροσοσταλίδα»
και ένα ποίημα αφιερωμένο στους ερωτευμένους ποιητές με τίτλο Με ξεθωριασμένο μελάνι:
Οι ποιητές γράφουν
για τη μοναξιά τους,
θρηνούν στα χαλάσματά τους
για τη χαμένη τους ψυχή∙
στο κρεβάτι στριφογυρίζουν
να βρουν την αγαθότητά τους,
στους κρυψώνες του μυαλού τους
η ύπαρξή τους μοιάζει οδυνηρή.
Στη λήθη του παρελθόντος,
μαθαίνουν το παρόν τους,
αμφισβητούν τον εαυτό τους
κι αναγεννιούνται μέσα στην οδύνη∙
με ξεθωριασμένο μελάνι
γράφουν τους λυγμούς τους,
τους αλυσοδεμένους εγωισμούς τους
και χωρίς να λερωθούν περνούν τη λάσπη.